ανάγκαση

ανάγκαση
η [αναγκάζω]
1. χρεία, ανάγκη
2. καταναγκασμός, επίμονη πίεση
3. θυμός, οργή
4. σφίξιμο, τάνυσμα κατά την αποπάτηση
5. χρήση βίας
6. στον πληθ. ωδίνες τοκετού, πόνοι τής γέννας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀναγκάσῃ — ἀναγκάζω force aor subj mid 2nd sg ἀναγκάζω force aor subj act 3rd sg ἀναγκάζω force fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

  • αναγκασμός — αναγκασμός, ο και ανάγκαση, η και ανάγκασμα, το, ατος εξαναγκασμός, πίεση: Αυτό που κάνεις είναι αναγκασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”